- ζηλοπαθής
- ζηλοπαθής, -ές (Μ)ζηλόφθονος, ζηλότυπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + -παθής (< πάθος), πρβλ. α-παθής, ευ-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek